- υπερσέβαστος
- -ον, Μ [σεβαστός]πάρα πολύ σεβαστός («τὴν ἱεράν σου καὶ ὑπερσέβαστον κεφαλήν», Ψελλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανυπερσέβαστος — Βυζαντινό αξίωμα που θεσπίστηκε από τον βασιλιά Αλέξιο A’ Κομνηνό (1081 1118), για να τιμήσει τον σύζυγο της αδελφής του, τον Μιχαήλ Ταρονείτη. Το αξίωμα αυτό ήταν «ισοστάσιον και ισόθρονον τω του καίσαρος» μέχρι την εποχή του Ανδρόνικου Γ’… … Dictionary of Greek
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek